29 Μαΐου 2013

29 Μαΐου1453 - Οι τελευταίες στιγμές του Αυτοκράτορα

1453 - Οι τελευταίες στιγμές του Αυτοκράτορα

Ζωγραφική αναπαράσταση της Άλωσης που βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης
Ήταν απελπιστικά λίγοι οι στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Κωνσταντινούπολη λίγο πριν την Άλωση, επειδή ήταν μικρός ο πληθυσμός της πόλης και χιλιάδες οι νέοι που κατέφευγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν τη στράτευση. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ζήτησε να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα της τελευταίας γενικής επιστράτευσης πριν την τελική αναμέτρηση με τους Οθωμανούς, ο στενός συνεργάτης του Φραντζής του απάντησε ότι έγινε κατορθωτό να επιστρατευθούν μόνο 4.937 άντρες από τους 30.000 που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα. Τότε ο βασιλιάς αναστέναξε βαθιά και τον παρακάλεσε να κρατήσει μυστικό τον αριθμό.
Ο ΣΙΔΕΡΟΦΡΑΚΤΟΣ ΦΙΛΟΣ
Όταν μπήκε θέμα ποιος θα υπερασπιζόταν δίπλα στον Παλαιολόγο την κεντρική πύλη του Ρωμανού στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, απέναντι στην οποία είχε τοποθετηθεί το τεράστιο κανόνι του σουλτάνου, μόνο ο Γενοβέζος Ιουστινιάνι από τη Χίο έδειξε προθυμία. «Προς τιμή του Χριστού εγώ και οι άντρες μου θα υπερασπιστούμε την πύλη» είπε με σταράτα λόγια. Ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε θερμά και του υποσχέθηκε ότι αν τα καταφέρουν να αποκρούσουν τους Τούρκους θα του παραχωρήσει τη Λέσβο και θα τον χρίσει πρίγκιπα. Ο Ιουστινιάνι ήταν ένας επαγγελματίας πολεμιστής με διεθνή φήμη στην εποχή του. Όταν αυτός μαζί με τους 700 σιδηρόφρακτους στρατιώτες του εμφανίστηκαν για βοήθεια της Πόλης, όλοι ήταν σίγουροι ότι ούτε αυτή τη φορά δεν θα καταφέρουν να την καταλάβουν οι Οθωμανοί. Πράγματι, χωρίς τη βοήθειά του, η πόλη δεν θα άντεχε και θα έπεφτε σχεδόν αμέσως στα χέρια των Τούρκων.
Κατά τη διάρκεια των σκληρότατων μαχών ο αυτοκράτορας υπερασπιζόταν τη μια μεριά της πύλης του Ρωμανού και ο Ιουστινιάνι την άλλη. Όμως, κάποια στιγμή ένα βέλος χτύπησε τον Ιουνστινιάνι και διαπερνώντας τον μεταλλικό θώρακά του καρφώθηκε στο μπράτσο του. Ο Ιουστινιάνι κατάλαβε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει πλέον τη μάχη και έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του. Οι Έλληνες νόμισαν προς στιγμή ότι ο Ιουστινιάνι λιγοψύχησε από ένα μικρό τραύμα στο χέρι και προς στιγμή χαρακτήρισαν την πράξη του φυγή. Ο αυτοκράτορας τον παρακάλεσε και τον ξαναπαρακάλεσε να μείνει, ο Γενουάτης όμως δήλωσε αδυναμία. Ο τραυματισμένος Ιουστινιάνι υποχώρησε συντεταγμένα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο με τους άντρες του και διέφυγαν όλοι μαζί από την Κωνσταντινούπολη. Μετά από δύο ημέρες, όμως, δεν άντεξε στο τραύμα του και άφησε την τελευταία του πνοή στη Χίο. Ο γρήγορος και επώδυνος θάνατός του μετά τον τραυματισμό του συνηγορεί στην άποψη ότι αποχώρησε επειδή είχε πράγματι τραυματιστεί βαριά και όχι γιατί λιγοψύχησε, άλλωστε τέτοιοι άντρες δεν λιγοψυχούν. Πάντως, όποια κι αν είναι η αλήθεια, ο Γενουάτης πολεμιστής καταγράφηκε στην ιστορία ως μια ηρωική και γοητευτική φυσιογνωμία. 
ΕΠΕΣΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ
Μετά τον τραυματισμό και την απόσυρση του Ιουστινιάνι και των στρατιωτών του από την πύλη του Ρωμανού, η άμυνα της Πόλης κατέρρευσε. Ο αυτοκράτορας άκουγε πλέον με τα ίδια του τα αυτιά τους Τούρκους να πλησιάζουν προς τη μεριά του. «Όποιος θέλει και μπορεί να σώσει τον εαυτό του ας το κάνει και όποιος είναι έτοιμος να αντικρύσει τον θάνατο ας με ακολουθήσει», είπε σ’ αυτούς που τον περιέβαλαν. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ο εξάδελφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Αυτές οι λέξεις συνεπήραν καμιά διακοσαριά Έλληνες και Ιταλούς, που προτίμησαν να ακολουθήσουν τον αυτοκράτορα στον θάνατο, παρά να σώσουν το κεφάλι τους. Συνεπήραν και τον Καβάφη τα λόγια του Θεόφιλου μετά από τεσσεράμισι αιώνες, γι αυτό έγραψε: «…τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του τελευταίου αυτοκράτορα. Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη, ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος λέγει ‘‘Θέλω θανείν μάλλον ή ζην’’. Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο, πόσον καημό του γένους μας και πόση εξάντλησι οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν». Όταν ο αυτοκράτορας αντίκρισε μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών να τρέχουν από τη μέσα μεριά του τείχους, χίμηξε με το άλογό του εναντίον τους για να τους αποκρούσει. Δίπλα του ίππευαν ο ηρωικός Ισπανός Δον Φραντζίσκο και ο Δημήτριος Κατακουζηνός και πίσω του ο Ιβάν ο Δαλματός. Ο τελευταίος, κατά τον Φραντζή, θέρισε σαν τα χορτάρια με μια σπαθιά τους πρώτους Τούρκους που βρήκε μπροστά του. Πρώτος σκοτώθηκε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και λίγο μετά ο Δον Φραντζίσκο και οι άλλοι, αφήνοντας μόνο του τον βασιλιά να πολεμάει απεγνωσμένα. Όταν ένας στρατιώτης του εχθρού τον τραυμάτισε στο πρόσωπο, ο Κωνσταντίνος κραύγασε δυνατά: «Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Δευτερόλεπτα μετά ένας μαύρος στρατιώτης των Οθωμανών, που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του, του έκοψε το κεφάλι με μια δυνατή σπαθιά. Μέσα στην αναμπουμπούλα της μάχης δεν γνώριζε αυτός ο στρατιώτης ότι σκότωσε τον βασιλιά των Ελλήνων, ούτε ότι με εκείνη τη σπαθιά σφράγισε το τέλος μιας ένδοξης αυτοκρατορίας, που κράτησε συνολικά 1.123 χρόνια και 18 ημέρες.
ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΝΑ ΦΥΓΑΔΕΥΤΕΙ
Όπως και ο Λεωνίδας της Σπάρτης, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέθανε στο πεδίο της μάχης σαν απλός στρατιώτης, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα έχει φρικτό τέλος. Αρνήθηκε κατηγορηματικά να φυγαδευτεί την τελευταία στιγμή, όπως του πρότειναν επίμονα οι επιτελείς του. «Δεν είναι δυνατόν εγώ να ζω ακόμα ενώ η πόλη μου έχει αλωθεί», τους απάντησε. Αν είχε διαφύγει, ποιος ξέρει, ίσως οργάνωνε καινούργιο στρατό και εξασφάλιζε συμμαχίες, που θα του επέτρεπαν να ανακτήσει την Πόλη στο μέλλον. Προτίμησε να πεθάνει ένδοξα στα 49 χρόνια του, ως ο όγδοος και τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Παλαιολόγων, που βασίλευσαν στην Κωνσταντινούπολη επί 195 χρόνια, παρά να δει τον λαό του σκλαβωμένο. Ο σουλτάνος έψαχνε τον αυτοκράτορα ζωντανό ή νεκρό επί τρεις ημέρες. «Πού είναι ο καίσαρας, που είναι καίσαρας;», ρωτούσε συνέχεια. Ένας Σέρβος στρατιώτης, που μαχόταν στο πλευρό των Οθωμανών, έδειξε ένα κομμένο κεφάλι στον Μωάμεθ: «Αυτό είναι το κεφάλι του τσάρου Κωνσταντίνου δοξασμένε κύριε», του είπε θριαμβευτικά. Το είχε βρει, όπως ισχυρίστηκε, μπροστά στην πύλη του Ρωμανού. Ο σουλτάνος ζήτησε από Έλληνες αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και ο Λουκάς Νοταράς, να το αναγνωρίσουν και εκείνοι ξέσπασαν σε κλάματα. Το ακέφαλο σώμα του βασιλιά, που αναγνωρίστηκε από τις αυτοκρατορικές περικνημίδες, ήταν τσαλαπατημένο από το πλήθος των Ελλήνων που εγκατέλειπαν την πόλη για να αποφύγουν τη μανία των εισβολέων.
ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι πέθανε ο βασιλιάς του. Γι αυτό δημιούργησε τον θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο, λίγο πριν σκοτωθεί, άγγελος Κυρίου τον παρέλαβε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί, αφού τον έλουσε και έπλυνε τις πληγές του με μόσχο και μύρο, τον μαρμάρωσε και του έστρωσε να κοιμηθεί σε κλίνη από βύσσο. Όταν έρθει η ώρα ο άγγελος θα ξυπνήσει τον βασιλιά και θα του δώσει στο χέρι το σπαθί που κρατούσε στη μάχη. Οι Τούρκοι το γνωρίζουν αυτό, μα δεν μπορούν να βρουν τη σπηλιά που είναι κρυμμένος ο βασιλιάς. Γι αυτό έχτισαν την πόρτα, που ξέρουν πως απ’ αυτή θα μπει στην Πόλη για να τους διώξει και να τους κυνηγήσει ως την Κόκκινη Μηλιά. Η Κόκκινη Μηλιά δεν είναι ένας πραγματικός, αλλά ένας μυθικός τόπος, στον οποίο θα εκδιωχτούν οι Τούρκοι μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Η δόξα του Παλαιολόγου δεν κοιμήθηκε ποτέ μέχρι σήμερα και έχει εμπνεύσει όλες τις μετέπειτα γενιές των υπόδουλων και ελεύθερων Ελλήνων. Ενέπνευσε έντονα και τον άλλο μεγάλο ήρωα των Ελλήνων, τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος τον μνημόνευε συχνά ως τον αγαπημένο του βασιλιά. Μετά από τρεισήμισι αιώνες, χίλια μίλια μακριά από τη μαρτυρική Κωνσταντινούπολη, στις κορυφές του αρκαδικού Μαινάλου, ο Γέρος του Μωριά έπαιρνε τη σκυτάλη του αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους με τα παρακάτω λόγια: «Μόλις χάλασε η Πόλη πυκνώθηκε παντού το σκοτάδι και συνέβη στη φυλή μας ότι συμβαίνει στον κόσμο τη νύχτα. Εμείς όμως ήμασταν πάντα ελεύθεροι και άγριοι στα βουνά σαν τα θηρία και ορεγόμασταν την αναγέννησή μας».

(Σ.Σ.: Μία από τις βασικές πηγές του παραπάνω άρθρου είναι το συναρπαστικό βιβλίο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος-Η τελευταία νύχτα της Πόλης», που έγραψε το 1892 ο Σέρβος υπουργός εξωτερικών Τσέντομιλ Μιγιάτοβιτς και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις Εκδ. Διόπτρα)

[Πηγή Άρθρου: travelpaths.gr, Κείμενα: Γιώργος Ζαφειρόπουλος]

Δεν υπάρχουν σχόλια: