13 Σεπτεμβρίου 2013

Έντονο το παρασκήνιο της προσωρινής (;) αναβολής της επίθεσης

Έντονο το παρασκήνιο της προσωρινής (;) αναβολής της επίθεσης

[Πηγή: Εργατικός Αγώνας, 10/09/2013]
Έτοιμος να «εξετάσει» το ρωσικό σχέδιο εμφανίστηκε ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών,  Μπαράκ Ομπάμα, και σιώπησαν οι σειρήνες. Προς το παρόν. Τουλάχιστον μέχρι τη Δευτέρα,  οπότε και μεταφέρθηκε η ψηφοφορία στο Κογκρέσο για την επίθεση των ΗΠΑ.  Πρόκειται για μία εξέλιξη που ανατρέπει  μέχρι νεωτέρας το πολύ επικίνδυνο σκηνικό πολέμου που στηνόταν στη Συρία.  Αναπάντεχη; Ενδεχομένως. Αναμενόμενη; Μάλλον.
Στη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε αργά τη Δευτέρα, στο δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο PBS, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών τόνισε ότι είναι έτοιμος να «εξετάσει» το ρωσικό σχέδιο, αλλά έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι είναι απαραίτητο να διατηρηθεί η «στρατιωτική πίεση» στο καθεστώς Ασαντ.  «Αν μπορούμε να λύσουμε αυτή την ιστορία με διπλωματικό τρόπο είναι σαφώς προτιμότερο» τόνισε ο πρόεδρος Ομπάμα, Παρόλα αυτά, πρόσθεσε ότι η ρωσική πρόταση θα έχει αρκετές δυσκολίες για να υλοποιηθεί, λέγοντας χαρακτηριστικά: «πώς μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι η Δαμασκός έχει παραδώσει στον έλεγχο της διεθνούς κοινότητας όλο της το χημικό οπλοστάσιο;».  Περισσότερες απαντήσεις αναμένονται αργά σήμερα, καθώς ο πρόεδρος Ομπάμα διευκρίνισε ότι θα απευθύνει με το προγραμματισμένο διάγγελμα στον αμερικανικό λαό, προγραμματισμένο από την προηγούμενη Παρασκευή, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου που παραχώρησε στην Αγία Πετρούπολη, στο περιθώριο της Συνόδου της Ομάδας των Ομάδας των 20-G20, όπου είχε ανακοινωθεί  από τους αμερικανούς αξιωματούχους ότι θα απαντήσει με διάγγελμα στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ενώ χθες, λίγο πριν το διάγγελμα αμερικανός αξιωμστούχος δήλωσε ότι ο πρόεδρος Ομπάμα θα θέσει την πρόταση της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Κάτι που στηρίζει και η Γαλλία.
Και όλοι ανέμεναν δυσμενέστερες εξελίξεις, σπεύδοντας να χαρακτηρίσουν τη Σύνοδο ως την αυλαία έναρξης μίας περιόδου «ψυχρής ειρήνης»  μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, κατά αναλογία με την πάλαι πότε περίοδο του «ψυχρού πολέμου».  Βέβαια, έχουν αλλάξει τα πάντα από τότε, και δεν χρειάζεται ένα «κόκκινο τηλέφωνο» μεταξύ των δύο προέδρων, όπως στην κρίση των πυραύλων στην Κούβα το 1962, παραδείγματος χάριν. Η διμερής συνεργασία μπορεί να μην είναι πάντα αγαστή, αλλά η ιμπεριαλιστική φύση των συμφερόντων τους είναι κοινή.
Οι τελευταίες εξελίξεις έχουν δύο συνιστώσες. Η μία είναι το ρωσικό σχέδιο, δηλαδή η πρόταση που κατατέθηκε τη Δευτέρα, δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, να τεθεί υπό διεθνή έλεγχο το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας.  Η Συρία μέσω του υπουργού  Εξωτερικών  Ουάλιντ αλ Μουάλεμ, έσπευσε να αποδεχθεί την πρόταση. Χθες,  ο πρωθυπουργός Ουάελ αλ Χάλκι, σε δηλώσεις του στην κρατική συριακή τηλεόραση επιβεβαίωσε την αποδοχή της ρωσικής πρότασης, καθώς, όπως τόνισε, επιτρέπει «να μην χυθεί συριακό αίμα», όπως μετέδωσε το ρωσικό πρακτορείο Ιντερφάξ.
Το πιο ενδιαφέρον στην εξέλιξη αυτή δεν είναι η ρωσική πρόταση. Η Ρωσία έχει «ειδική σχέση» με τη Συρία εδώ και δεκαετίες και έχει πολλάκις εκφράσει δημόσια την αντίθεσή της σε μία επίθεση εναντίον της, προασπίζοντας κατά κύριο λόγο τα δικά της συμφέροντα, που δεν είναι λίγα. Το πιο ενδιαφέρον είναι το παρασκήνιο της πρότασης.  Όπως αποκαλύπτει ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας, αμέσως μετά την έμμεση και επιφυλακτική, τρόπο τινά, αποδοχή εκ μέρους  του προέδρου Ομπάμα, ότι η πρόταση αυτή, δεν είναι «εντελώς ρωσική ιδέα». Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, θα δώσει  ακόμη περισσότερα στοιχεία όσον αφορά τη σιβυλλική αυτή δήλωση του Σεργκέι Λαβρόφ, λέγοντας ότι ο πρόεδρος Πούτιν συζήτησε την πρόταση με τον πρόεδρο Ομπάμα στο περιθώριο της Συνόδου της  G-20.
Κατ’ ιδίαν συζήτηση που μας φέρνει στη δεύτερη συνιστώσα. Την έστω και έμμεση αποδοχή των ΗΠΑ.  Μία αποδοχή που μάλλον δεν πρέπει να ξαφνιάζει καθώς, μπορεί να αποδειχθεί και μάννα εξ ουρανού για τον πρόεδρο Ομπάμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος Ομπάμα κατά τη διάρκεια της Συνόδου της G20, παρά το γεγονός ότι εμφανίστηκε άκαμπτος και αποφασισμένος αφού ήταν θέμα «αξιοπιστίας», αφού η Ουάσινγκτον είχε θέσει το ζήτημα της χρήσης χημικών ως «κόκκινη γραμμή για την ανάληψη δράσης  εναντίον της Συρίας, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου που παραχώρησε  ήταν πολύ συγκαταβατικός, αφήνοντας να αιωρείται η απροσδιόριστη ιδέα ότι όσον αφορά τη Συρία, η Ρωσία έχει τον πρώτο λόγο.
Ειδικά, υπό το πρίσμα, ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν, είχε προηγηθεί με πολύ εμπρηστικές μάλλον δηλώσεις στην συνέντευξη που είχε παραχωρήσει νωρίτερα. Ο Ρώσος πρόεδρος είχε αναφέρει κάτι που είχε να ακουστεί από τον καιρό  των μπολσεβίκων  «σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις της  κοινής γνώμης στις χώρες του (στη Δύση) η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι με εμάς (Ρωσία) και ενάντια σε οποιαδήποτε εχθροπραξία».  Παράλληλα, είχε καταστήσει σαφές ότι η Ρωσία δεν θα μείνει παρατηρητής, ούτε θα είναι αδρανής σε μία ενδεχόμενη επίθεση εναντίον της Συρίας. «Θα βοηθήσουμε τη Συρία; Ναι. Την βοηθάμε και τώρα. Της παρέχουμε όπλα και οικονομική συνεργασία» είχε τονίσει ο Ρώσος πρόεδρος.
Την ολοκληρωτική απάντηση του Μπαράκ Ομπάμα στον Βλαντιμίρ Πούτιν την αναμένουμε. Αν και φαίνεται να διαγράφεται μία «αξιοπρεπής» υποχώρηση, που θα έχει πολλά οφέλη για τον αμερικανό πρόεδρο, που επί της ουσίας ποτέ δεν ήθελε μία πολεμική αναμέτρηση στη Συρία, παρά την τρομακτική υπεροπλία των ΗΠΑ.  Αν το ήθελε θα το είχε πράξει. Εξάλλου,  δυόμισι χρόνια διαρκεί ο εμφύλιος πόλεμος. Οι πιέσεις, όπως και στην περίπτωση της Λιβύης, προέρχονταν κυρίως από τη Βρετανία και τη Γαλλία και μερίδα των βουλευτών του αμερικανικού Κογκρέσου. Μία διαπαραταξιακή μερίδα, από Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς.
Τα οφέλη.  Καταρχήν, εντός των ΗΠΑ σε αυτό το συνεχές μπρα ντε φερ, ακόμη και μόνιμο καθεστώς αρνησικυρίας, μεταξύ του Λευκού Οίκου και της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Τα δεδομένα δείχνουν να έχουν αλλάξει και οι διαπραγματεύσεις, που συνεχίζονταν σκληρές, θα ενταθούν. Τα παζάρια μεταξύ των δύο πλευρών, θα έχουν, όπως πάντα, πρωταγωνιστικό ρόλο.
Το κυριότερο όμως δεν είναι το πολιτικό μπρα ντε φερ αλλά ο ίδιος ο αμερικανικός λαόςη δυνατότητα του προέδρου Ομπάμα να σταθεί έναντι του αμερικανικού λαού, που για πρώτη φορά τάσσεται εναντίον του πολέμου, τόσο σθεναρά και αποφασιστικά και παρά την επικοινωνιακή καταιγίδα που υπέστη όλο αυτό το διάστημα.   Πάνω από ένα αιώνα πριν, ο αμερικανός δημοσιογράφος Αμβρόσιος Πιρς είχε γράψει πως «ο πόλεμος είναι ο τρόπος του Θεού για να διδάξει στους Αμερικάνους γεωγραφία».  Μέχρι τώρα, φαινόταν ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει.  Κάτι πράγματι έχει αλλάξει; Πρόκειται για ένα κεφάλαιο από μόνο του. Προς το παρόν, μόνο ένα δείγμα της στάσης του αμερικανικού λαού.  Η αντίθεση των Αμερικανών σε ένα ενδεχόμενο στρατιωτικό πλήγμα αυξάνεται,  σύμφωνα με μια  δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ipsos και του πρακτορείου ειδήσεων Ρόιτερς.  Αξίζει δεν να σημειωθεί ότι η δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε ακριβώς στην κορύφωση της επικοινωνιακής καταιγίδας και ενόσω ο πρόεδρος Ομπάμα επεδίωκε να λάβει την έγκριση του Κογκρέσου για να προχωρήσει στο σχέδιό του για μια επιχείρηση-αστραπή εναντίον της Δαμασκού. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, η οποία διενεργήθηκε στο διάστημα 5η-9η Σεπτεμβρίου, πάνω από 6 στους 10 Αμερικανούς (ποσοστό 63%) διαφωνούν με μια επέμβαση στη Συρία. Στην προηγούμενη δημοσκόπηση, η τελευταία ημέρα της οποίας ήταν η 30ή Αυγούστου, το ποσοστό αυτό ήταν 53%. Ταυτοχρόνως, μειώθηκε το ποσοστό και όσων τάσσονται υπέρ της στρατιωτικής επέμβασης: από το 20% την 20ή Αυγούστου,  στο 16%. Πρωτοφανές… και δεν είναι μόνο τα δεινά της οικονομικής κρίσης και οι συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις που έχουν κάνει αφαίμαξη στον προϋπολογισμό.
Εφιαλτικό ντόμινο
Σε διεθνές επίπεδο, τα οφέλη είναι ακόμη περισσότερα. Καταρχήν, δεν επρόκειτο απλά για τη Συρία, αφού μία επίθεση,  ακόμη και χειρουργική θα σήμανε ένα ντόμινο απρόβλεπτων εξελίξεων σε όλη την περιοχή αλλά ακόμη και στην Ασία.  Όσο και να επιδιώκει μία «πολύ σύντομη χειρουργική επέμβαση»,  η πιθανότερη συνέπεια θα είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πόλεμος  στο Ιράκ θα ήταν «πταίσμα».  Η Ουάσινγκτον δεν θα είχε που να πρωτοκοιτάξει.
Ειδικά υπό το σκεπτικό ότι όλη η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή βρίσκεται εδώ και μία διετία σε αναταραχή. Πολιτική, οικονομική, κοινωνική. Η Αίγυπτος, που περιδινείται επικίνδυνα, μετά την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ έχει πάρει κάποιες μικρές αποστάσεις από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και το κυριότερο έχει εξομαλύνει πλήρως τις σχέσεις της με τη Συρία. Δεδομένου και του παρελθόντος, της κοινής πορείας για κάποιο διάστημα των δύο χωρών,   η Ουάσινγκτον δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να αδιαφορήσει στη στάση που κρατά η Αίγυπτος.
Ένα χτύπημα στη Συρία, θα άνοιγε το κουτί της Πανδώρας και για το Λίβανο με τη Χεζμπολά να καραδοκεί. Και το Ισραήλ ακόμη δεν μπορεί να ξεπεράσει το σοκ από την ήττα του 2006 ενώ η οργάνωση θα επιχειρούσε να «ξεπλύνει» τη ρετσινιά της τελευταίας διετίας, ότι έχει «κατεβάσει τα όπλα», ασπαζόμενη μία πραγματιστική αντίληψη από τη στιγμή που έλαβε κυβερνητικές θέσεις. Εξάλλου, ήδη προετοιμάζεται δύο χρόνια για το ενδεχόμενο πτώσης του Μπασάρ αλ Ασαντ. Η Χεζμπολά παρά τις δημόσιες δηλώσεις στήριξης του Ασαντ,  εχει κρατήσει μία απόσταση και απλώς δηλώνει «παρούσα» επί συριακού εδάφους μόνο εκεί όπου χρειάζεται να «διασφαλίσει» τις οδούς ανεφοδιασμού. Όμως, όσο παρατείνεται ο εμφύλιος, η πίεση προς τη Χεζμπολά για δράση, εντός και εκτός Λιβάνου, γίνεται ασφυκτική. Σε περίπτωση πολέμου θα γινόταν μία έκρηξη και τότε  ο διαβλεπόμενος κίνδυνος εξάπλωσης της σύρραξης θα ήταν πραγματικότητα.
Εξ ου και η στάση του Ισραήλ. Εξαρχής η στάση του είναι πολύ προσεκτική παρά τις κατά καιρούς ιαχές. Η δεκαετής «έντιμη ειρήνη» με το καθεστώς Ασαντ του έχει εξασφαλίσει σχετική ηρεμία, τουλάχιστον, σε αυτό το στρατόπεδο
Για το Ιράν δεν γίνεται καν λόγος. Μία επίθεση στη Συρία, θα εκλαμβανόταν τουλάχιστον ως προπομπός επίθεσης στο Ιράν. Και όχι αδίκως.  Σε αυτό το μέτωπο οι εξελίξεις προβλέπονταν τουλάχιστον εφιαλτικές, καθώς η άμεση εμπλοκή πλέον της Κίνας και της Ρωσίας, θα ήταν μάλλον αναμενόμενη.
Αναμενόμενες λοιπόν και οι αντιδράσεις της Κίνας, που μέχρι στιγμής και κατά το σύνηθες, είναι χαμηλών τόνων. Η Κίνα «καλωσορίζει και υποστηρίζει την πρόταση» της Ρωσίας για το συριακό χημικό οπλοστάσιο, αφού αυτή «είναι προς όφελος της άμβλυνσης της έντασης στη Συρία, της πολιτικής διευθέτησης του συριακού προβλήματος και προς όφελος της διατήρησης της ειρήνης στη Συρία και στην περιφέρεια», δήλωσε ο εκπρόσωπος της διπλωματίας της Κίνας Χονγκ Λέι και πρόσθεσε πως «όλη η διεθνής κοινότητα πρέπει να το εξετάσει θετικά».
Ανακουφιστική και η αντίδραση του Αραβικού Συνδέσμου καθώς ο Γενικός Γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου Νάμπιλ αλ Αράμπι δήλωσε ότι τάσσεται υπέρ της ρωσικής πρότασης και κάλεσε να υπάρξει μια «πολιτική λύση» στη σύρραξη.
Με επιφύλαξη αντιδρούν ΕΕ και Βρετανία, επίσης αναμενόμενο. «Μελετάμε την πρόταση με ενδιαφέρον. Χαιρετίζουμε κάθε πρόταση που μπορεί να μειώσει τη βία στη Συρία», δήλωσε ο Μάικλ Μαν, εκπρόσωπος της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάθριν Άστον.  Ο βρετανός πρωθυπουργός, Ντέβιντ Κάμερον, που έγινε ουσιαστικά ο αποδέκτης των περισσοτέρων  ρωσικών πυρών στη Σύνοδο της G20, δήλωσε σύμφωνα με τον εκπρόσωπό του ότι  «το βάρος τώρα πια πέφτει στη ρωσική κυβέρνηση και το καθεστώς Άσαντ (οι οποίες καλούνται) να προχωρήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποδείξουν ότι η πρωτοβουλία είναι μια σοβαρή και ειλικρινής πρόταση», προσθέτοντας ότι μένουν να απαντηθούν πολλά ερωτήματα.
Οι μοναρχίες του Κόλπου κάλεσαν από πλευράς τους για άλλη μια φορά το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να «αναλάβει τις ευθύνες του σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και να λάβει τα απαραίτητα αποτρεπτικά μέτρα σε βάρος των δραστών αυτού του εγκλήματος (της επίθεσης με χημικά όπλα), η ευθύνη για το οποίο ανήκει στο συριακό καθεστώς».
Ειδική σημασία έχουν οι εξελίξεις και για την Τουρκία, που επιθυμούσε μία πολεμική εξέλιξη ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επέμβει στη βόρεια Συρία, όπου και οι κουρδικές περιοχές, που έχουν αυτονομηθεί πλέον δίχως να έρθουν σε ρήξη με τη Δαμασκό. Μετά το Ιράκ, τώρα στη Συρία και μετά…  Ηδη χθες, ανακοίνωση του ΡΚΚ, αναφέρει ότι αναστέλλεται η αναχώρηση των ανταρτών από την Τουρκία, που ξεκίνησε τον προηγούμενο Μάιο, δίχως να σημαίνει ότι σπάει την εκεχειρία. Προς το  παρόν τουλάχιστον καθώς ο «ο πόλεμος μπορεί να ξαναρχίσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: